-
1 щель
η χαραμάδα, η σχισμή, το άνοιγμαголосовая - анат. η γλωττίδα (το άνοιγμα στο άνω τμήμα του λάρυγγα ανάμεσα στις φωνητικές χορδές)кольцевая - рад. το κυκλικό άνοιγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щель
1 щель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > щель